Πέμπτη 16 Ιουλίου 2015

Δεν είσαι ο ένας και μοναδικός....

Λένε πως οι άνθρωποι βρίσκονται σε συνεχή αναζήτηση για το έτερον τους ήμισυ ή αλλιώς αυτόν τον ένα και μοναδικό που θα τους κάνει νιώσουν ότι, επιτελούς, έφτασαν στον προορισμό τους. 
Κι ίσως αυτό ισχύει στις περισσότερες περιπτώσεις. Ποτέ δεν παύουμε ν’ αναζητούμε τον έρωτα. 
Είναι ένα απαραίτητο κομμάτι για να συμπληρωθεί η προσωπική μας ευτυχία. Όμως, στην προσπάθειά μας (κάποιες φορές κι απεγνωσμένη) να ρίξουμε άγκυρα και να μείνουμε σ’ ένα ασφαλές λιμάνι, κάνουμε λάθος επιλογές ή μένουμε με τους λάθους ανθρώπους, για τους λάθους λόγους. 
Γραπωνόμαστε από το πρώτο κλαρί που βρίσκουμε μπροστά μας, φοβούμενοι μη μας παρασύρει το ποτάμι της μοναξιάς, ακόμη κι αν αυτό είναι σαπισμένο. Προχωράμε, αγνοώντας τα υποσυνείδητα μηνύματα που στέλνει η καρδιά, ότι αυτός δεν είναι ο «ένας». 
Αυτό συνήθως συμβαίνει επειδή ευχόμαστε ότι στην πορεία τα πράγματα θ’ αλλάξουν, ή επειδή φοβόμαστε μη μείνουμε στο ράφι ή γιατί ήμασταν ερωτευμένοι σ’ ένα πρώτο στάδιο κι ίσως δεν μπορούμε να αποδεχτούμε ότι τα αισθήματά μας έκαναν φτερά. 
Τι γίνεται, λοιπόν, όταν νιώθουμε ότι ο σύντροφός μας δεν είναι τελικά αυτός με τον οποίο φανταζόμαστε την υπόλοιπή μας ζωή μαζί; 
Τι γίνεται όταν δε μας ολοκληρώνει, όταν δεν μπορούμε να τον φανταστούμε να στέκεται δίπλα μας γαμπρός ή νύφη στην εκκλησία κι έπειτα γονιός των παιδιών μας; Τι γίνεται όταν μας τρομάζει αυτό σαν ιδέα; 
Ίσως ακουστεί εγωιστικό, όμως τότε πρέπει να φύγεις, προτού μπεις βαθιά στο βάλτο και δεν έχεις πλέον τη δύναμη να τραβηχτείς έξω. 
Είναι άδικο και για ‘σένα, αλλά κυρίως για το άτομο που έχεις απέναντί σου και που ίσως αυτή τη στιγμή μαζεύει λεφτά για να αγοράσει ένα ακριβό δαχτυλίδι αρραβώνων ή σχεδιάζει δραστικές αλλαγές στη ζωή του που περιλαμβάνουν και το σύντροφό του.  
Όσο, όμως, ο ένας ελπίζει και προγραμματίζει, ο άλλος πνίγεται όλο και πιο πολύ
Το να μείνεις με κάποιον επειδή δεν αντέχεις να βιώσεις τον χωρισμό ή φοβάσαι μη σε βγάλουν στο κλαρί οι φίλοι του ή χειρότερα ακόμη τον λυπάσαι, καταστρέφεις όχι μόνο τη δική σου ζωή, αλλά και τη δική του. 
Αν δε νιώθεις ότι αυτός είναι ο «ένας» τώρα, δε θα το νιώσεις ποτέ. 
Κι αν μετά το ζευγάρι εγκλωβιστεί σε μα τέτοια σχέση, τότε θα χάσει τον εαυτό του και θα γεννιούνται συνεχώς προβλήματα από το πουθενά.  
Εξάλλου, δεν είσαι πλέον είκοσι χρονών. Τότε όλα ήταν πιο απλά. Είχες τον χρόνο να βγεις ραντεβού, να πειραματιστείς, να κάνεις σχέσεις. Σχέσεις που ήξερες ότι το πιο πιθανόν ήταν να έχουν ημερομηνία λήξης. 
Τώρα, κοντά στα τριάντα η αναζήτηση για την πραγματική αγάπη γίνεται πιο έντονη. Ο άνθρωπος είναι πιο συνειδητοποιημένος. Ξέρει τι θέλει και είναι σε θέση να ξεχωρίσει τον ενθουσιασμό από τον έρωτα και το σεξ από την αγάπη. 
Και δεν υπάρχει καθόλου χρόνος για χάσιμο. 
Ρωτήστε μόνο τον εαυτό σας αυτό: «Δέχεσαι να πάρεις αυτό τον άντρα/γυναίκα για σύζυγό σου να τον αγαπάς στις καλές και κακές στιγμές μέχρι ο θάνατος να σας χωρίσει;» 
Αν η απάντηση είναι «Όχι», πιο τρανταχτή κι από αυτή του Μεταξά, ή αν ακόμη κάνατε πάνω από ένα λεπτό για ν’ απαντήσετε, τότε η σχέση σας έχει ήδη χαλάσει και βρωμάει μούχλα. 
Τι θα κάνετε, λοιπόν;

Τώρα ξέρω σε ποιους να δίνομαι...

Έχω την ηρεμία εκείνη πλέον στη ζωή μου που νιώθω ότι θέλω να ανοίξω μια μεγάλη αγκαλιά σε ό,τι με πόνεσε περισσότερο, σε όποιον με πρόδωσε και μου φέρθηκε σκάρτα.
Θέλω να τους θυμηθώ και να τους ευχαριστήσω έναν προς έναν διότι με δίδαξαν τι δε θέλω, τι δε χωράει στη ζωή μου, τι δε μου ταιριάζει και τι με απογοητεύει.
Κάποιοι από τους ανθρώπους της ζωής μου, ξεπέρασαν τα όριά μου κι ενώ όλα έδειχναν ότι βουλιάζω πιάνοντας πάτο, εγώ στο τελευταίο δευτερόλεπτο κάνω στροφή κι ανεβαίνω. Βρήκα κρυμμένες δυνάμεις κι εκσφενδονίστηκα προς την επιφάνεια.
Στην επιφάνεια όλα μοιάζαν διαφορετικά σε σχέση με το πώς τα είχα αφήσει. Οι άνθρωποι ήταν εκεί, οι συμπεριφορές τους ίδιες κι απαράλλαχτες όμως εγώ δεν τους αναγνώριζα πλέον. Μεταμορφώθηκα. Πλέον δεν μπορούσαν να με πληγώσουν. Μόνο μια πικρή γεύση στο στόμα είχα και μια τάση φυγής.
Όχι, οι άνθρωποι που μου' παν ψέματα και με κορόιδεψαν, εκείνοι που ύψωσαν αλαζονικά το δάχτυλο πατρονάροντάς με, όσοι με περισσή αναισθησία μου γύρισαν την πλάτη τότε που είχα αναγκη τη στήριξή τους και την ουσιαστική παρουσία τους κι άλλοι που με κυνική και κριτική διάθεση δεν έβρισκαν να μου πουν μια καλή κουβέντα, όλοι τους πήραν τη θέση που τους άξιζε.
Τη δική μου προτού βρεθώ τώρα αντίκρυ τους: να πνίγονται μπρος στα μάτια μου. Βούλιαζαν αργά και βασανιστικά. Μόνοι τους και μακριά από μένα. Αυτή τη φορά κανένα χέρι δε θα άπλωνα για να τους τραβήξω. Και δεν ένιωθα το παραμικρό ίχνος ενοχής που δεν το έκανα.
Για πρώτη φορά στη ζωή μου έμεινα να τους κοιτάζω από απόσταση χωρίς παραμορφωτικούς φακούς εις το όνομα της αγάπης.
Την αγάπη επικαλούνται οι άνθρωποι που μας πονούν για να δικαιολογούν τις αδικαιολόγητες συμπεριφορές τους.
Από πότε η αγάπη πονάει κι αντί να σε ανεβάζει, σε τσακίζει;
Ποιο αρρωστημένο μυαλό τολμά να μπλέκει την αγάπη με τα σκατά που έχει στο κεφάλι του και πάει να σε λερώσει;
Στο τέλος σε πείθουν ότι ο κακός της υπόθεσης υπήρξες εσύ και το φταίξιμο το δικό τους γίνεται δικό σου.
Φυγή λοιπόν. Εδώ και τώρα.
Βλέποντάς τους να πνίγονται ένας-ένας, με κυρίευσε μια πρωτόγνωρη κι ακατανίκητη επιθυμία να κολυμπήσω μακριά από αυτόν τον νεκρό τόπο. Να κολυμπήσω με όλη μου τη δύναμη και να φτάσω στην ακτή.
Σε ενα μέρος να ξεκουραστώ από την υπερβολική αντοχή που επεδείκνυα στην προσπάθειά μου να μη σπάσω. Να αράξω εγώ κι ο αγαπημένος μου πλέον εαυτός για να τον φροντίσω από τις πληγές του παρελθόντος. Να του δώσω όσο χρόνο χρειαστεί για να γιατρευτεί και να προχωρήσει.
Διότι κάηκα και ξαναγεννήθηκα. Όμως έμαθα.
Έμαθα με δάσκαλό μου τον πόνο.
Έμαθα πως το να σπας είναι καλύτερο από το να λυγίζεις.
Έμαθα να αναγνωρίζω διαισθητικά πια πού ανήκω και να μη χάνω καθόλου πολύτιμο χρόνο μένοντας εκεί που ζορίζομαι για να ταιριάξω.
Έμαθα να παίρνω τη ζωή όπως μου έρχεται ακόμα και με τις συμφορές της. Πως έχω τη δύναμη να τις αντιμετωπίσω επειδή καμιά τους δεν είναι μόνιμη.
Έμαθα πως η αληθινή αγάπη ρέει αβίαστα όταν είναι ελεύθερη . Δεν μπορώ ούτε θέλω πλέον να πνίγω και να πνίγομαι με το πρόσχημα ότι αγαπάω κι αγαπιέμαι. Θέλω συμφωνίες ενηλίκων επί ίσοις όροις κι όχι σχέσεις συνεξάρτησης.
Θέλω να αφήνω τους άλλους ελεύθερους να κάνουν ό,τι τους ευχαριστεί. Να μείνουν στη ζωή μου ή να φύγουν. Να με αγαπούν ή όχι. Να μην περιμένω τίποτα και να μην επιδιώκω τίποτα. Να μην πιέζω καταστάσεις για να ταιριάξουν στις ανάγκες είτε τις δικές μου είτε τις δικές τους.
Μας βγει κι οι ανάγκες μας ταυτίζονται; Ελεύθερα κι όσο χρεαστεί είμαστε στο πλευρό ο ένας του άλλου.
Αν πάλι μιλάμε για διαφορετικές ανάγκες, αποχωρούμε. Απλά, ξεκάθαρα κι ωραία.
Από την άλλη μεριά, αγαπάω ελεύθερα σημαίνει να δίνω και να δίνομαι ολόψυχα. Να δίνω επειδή νιώθω την ανάγκη να το κάνω και για όσο χρονικό διάστημα τρέφω μέσα μου τα ίδια αισθήματα προσφοράς.
Αν κάτι αλλάξει και δε μου βγαίνει, θα χρειαστεί να σταματήσω να το κάνω. Αν κάπου χαλαστεί το άλλο άτομο, θα σεβαστώ την απόφασή του να απομακρυνθεί. Όχι μόνο θα τη σεβαστώ, αλλά τη στιγμή που θα αντιληφθώ κάτι τέτοιο, θα τον ωθήσω να το κάνει κιόλας, αν δεν έχω αποχωρήσει εγώ πρώτη.
Έμαθα να δίνω χωρίς απαιτήσεις. Στις «απαιτήσεις» βάζω μέσα τις κρυφές ή φανερές προσδοκίες που έχουμε από τον άλλον και τις ενοχές που τον επιφορτίζουμε για να φιλοτιμηθεί να φέρεται όπως θέλουμε, όταν πια θα έχει περάσει ο καιρός και νιώσουμε τη σιγουριά ότι μας ανήκει.
Από όλα αυτά, λοιπόν, είμαι αποφασισμένη να απέχω.
Εντούτοις, επιλέγω να προσφέρω υπό προϋποθέσεις. Όχι απρόσωπα ούτε εκεί που δεν αξίζουν την αγάπη μου.
Δίνω σε αυτόν που θα με αγαπήσει για τους σωστούς λόγους και με τον σωστό τρόπο, δίνω κι απλώς έχω την ανάγκη να εκτιμά την παρουσία μου στη ζωή του. Να βλέπω φωτεινά κι αληθινά χαμόγελα. Να κάνω χαρούμενες τις μέρες του, τις ώρες του και τα λεπτά του κοντά μου.
Αυτό είναι το βραβείο μου.